μεσόδμαι

μεσόδμαι
μεσόδμη
tie-beam
fem nom/voc pl
μεσόδμᾱͅ , μεσόδμη
tie-beam
fem dat sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ДОМ —    • Domus.     I. Греческий дом.          Весьма трудно представить устройство греческого дома за неимением остатков древнегреческих жилищ и по причине отрывочности, запутанности и неполноты сохранившегося о нем предания (полнее всех известия,… …   Реальный словарь классических древностей

  • μεσόδμη — η (Α μεσόδμη και δωρ. τ. μεσόδμα και αττ. τ. μεσόμνη) 1. μεγάλη δοκός η οποία περνάει οριζόντια από τοίχο σε τοίχο και στηρίζει τη στέγη, το μεσοδόκι 2. δοκός που τέμνει εγκάρσια από τη μια ώς την άλλη πλευρά το πλοίο, πάνω από το εσωτρόπιο, η… …   Dictionary of Greek

  • μεσόστυλο — το (ΑM μεσόστυλον, Α και μεσοστύλιον) το διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ δύο στύλων μσν. στον πληθ. τὰ μεσόστυλα τα παραπήγματα που βρίσκονται μεταξύ τών στύλων ή κινητοί οικίσκοι αρχ. στον πληθ. (κατά τον Ησύχ.) «μεσόδμαι, μεσόστυλα»· [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • πεντηκοντομέσοδμος — ον, ουδ. και πεντηκονταμέσοδμον, Α (κατά τον Ησύχ.) 1. (για οίκημα) αυτός που αποτελείται από πενήντα θαλάμους 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πεντηκονταμέσοδμον «πολύστεγον αἱ γὰρ μεσόδμαι στέγαι». [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + μεσόδμη «δοκός»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”